Anonymous

ὀμφάλιος: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[ὀμφάλιος]], -ία, -ον) [[ομφαλός]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ομφάλιον</i><br />(στο <b>Βυζ.</b>) στρογγυλή [[πλάκα]] από χρωματιστό [[μάρμαρο]] που τοποθετείται στο [[κέντρο]] του μωσαϊκού ή μαρμάρινου δαπέδου αιθουσών, ναών κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ομφαλό<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>ανθρωπολ.</b> το σωματομετρικό [[σημείο]] που βρίσκεται στο [[κέντρο]] του ανθρώπινου ομφαλού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ομφάλιος]] [[λώρος]]»<br />i) <b>ανατ.</b> συνδετικό και αγγειακό [[στέλεχος]], περιβαλλόμενο από [[άμνιο]], το οποίο συνδέει το [[έμβρυο]] με τον πλακούντα της μητέρας του, αλλ. [[ομφαλίδα]]<br />ii) <b>τεχνολ.</b> το ειδικό [[σχοινί]] με το.οποίο προσδένονται οι αστροναύτες [[κατά]] την έξοδό τους από [[διαστημόπλοιο]] ή από δορυφόρο σε [[περίπτωση]] πτήσης στον [[κενό]] χώρο [[κατά]] την [[εκτέλεση]] επιδιορθώσεων, πειραμάτων, παρατηρήσεων<br />iii) <b>μτφ.</b> [[καθετί]] που συνδέει πρόσωπα ή πράγματα προσδίδοντάς τους ζωή ή [[δύναμη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ζωγραφικός]] [[πίνακας]], πιθ. [[ελλειψοειδής]] ή [[στρογγυλός]], στον οποίο απεικονίζεται [[πρόσωπο]] ή [[σύνθεση]] προσώπων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. κάποιο στρογγυλό [[κόσμημα]], αυτός που εξέχει, ο [[ομφαλοειδής]], ο [[κυρτός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) [[μικρός]] [[ομφαλός]]<br />β) [[κύρτωμα]] ή [[κόσμημα]] στο [[μέσο]] ασπίδας.
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[ὀμφάλιος]], -ία, -ον) [[ομφαλός]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ομφάλιον</i><br />(στο <b>Βυζ.</b>) στρογγυλή [[πλάκα]] από χρωματιστό [[μάρμαρο]] που τοποθετείται στο [[κέντρο]] του μωσαϊκού ή μαρμάρινου δαπέδου αιθουσών, ναών κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ομφαλό<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>ανθρωπολ.</b> το σωματομετρικό [[σημείο]] που βρίσκεται στο [[κέντρο]] του ανθρώπινου ομφαλού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ομφάλιος]] [[λώρος]]»<br />i) <b>ανατ.</b> συνδετικό και αγγειακό [[στέλεχος]], περιβαλλόμενο από [[άμνιο]], το οποίο συνδέει το [[έμβρυο]] με τον πλακούντα της μητέρας του, αλλ. [[ομφαλίδα]]<br />ii) <b>τεχνολ.</b> το ειδικό [[σχοινί]] με το.οποίο προσδένονται οι αστροναύτες [[κατά]] την έξοδό τους από [[διαστημόπλοιο]] ή από δορυφόρο σε [[περίπτωση]] πτήσης στον [[κενό]] χώρο [[κατά]] την [[εκτέλεση]] επιδιορθώσεων, πειραμάτων, παρατηρήσεων<br />iii) <b>μτφ.</b> [[καθετί]] που συνδέει πρόσωπα ή πράγματα προσδίδοντάς τους ζωή ή [[δύναμη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ζωγραφικός]] [[πίνακας]], πιθ. [[ελλειψοειδής]] ή [[στρογγυλός]], στον οποίο απεικονίζεται [[πρόσωπο]] ή [[σύνθεση]] προσώπων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. κάποιο στρογγυλό [[κόσμημα]], αυτός που εξέχει, ο [[ομφαλοειδής]], ο [[κυρτός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) [[μικρός]] [[ομφαλός]]<br />β) [[κύρτωμα]] ή [[κόσμημα]] στο [[μέσο]] ασπίδας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀμφάλιος:''' -ον (ὀμφᾰλός), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αφαλό, σε Ανθ.
}}
}}