δεκάλιτρος: Difference between revisions

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
(8)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[δεκάλιτρος]], -ον)<br />Ι. αυτός που έχει [[βάρος]] [[δέκα]] λιτρών<br />II. <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>δεκάλιτρο</i>, το (Α [[δεκάλιτρον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μέτρο]] βάρους [[δέκα]] λιτρών<br /><b>αρχ.</b><br />[[νόμισμα]] αξίας [[δέκα]] λιτρών, [[δέκα]] σβολών.
|mltxt=-η, -ο (Α [[δεκάλιτρος]], -ον)<br />Ι. αυτός που έχει [[βάρος]] [[δέκα]] λιτρών<br />II. <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>δεκάλιτρο</i>, το (Α [[δεκάλιτρον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μέτρο]] βάρους [[δέκα]] λιτρών<br /><b>αρχ.</b><br />[[νόμισμα]] αξίας [[δέκα]] λιτρών, [[δέκα]] σβολών.
}}
{{elru
|elrutext='''δεκάλιτρος:''' весом в десять литр (λίτραι) ([[στατήρ]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκάλιτρος Medium diacritics: δεκάλιτρος Low diacritics: δεκάλιτρος Capitals: ΔΕΚΑΛΙΤΡΟΣ
Transliteration A: dekálitros Transliteration B: dekalitros Transliteration C: dekalitros Beta Code: deka/litros

English (LSJ)

ον,

   A weighing or worth ten λίτραι, στατήρ Epich.10, Arist.Fr.510: as Subst., δεκάλιτρον, τό, coin worth ten λίτραι, ὁ μισθὸς δ. Sophr.37, cf. Poll.9.81.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάλιτρος: -ον, ὁ βαρύνων ἢ ἀξίζων δέκα λίτρας, στατὴρ Ἀριστ. Ἀποσπ. 467· - δεκάλιτρον, τό, νόμισμα ἰσοδυναμοῦν πρὸς δέκα λίτρας, Ἐπίχ. 6 Ahr., Σώφρων 60 Ahr., Πολυδ. Δ, 173, Θ', 81.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
I de diez libras, que vale diez libras δ. στατήρ estatera de diez libras en Sicilia n. de la estatera corintia de plata, Epich.84.6.
II subst. τὸ δ.
1 diez libras, moneda de diez libras como designación de la misma moneda (cf. I), SEG 42.846.64 (Camarina V a.C.), Arist.Fr.510.
2 como unidad de peso peso de diez libras δ. ἄρτου diez libras de pan Pall.H.Laus.17.13.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δεκάλιτρος, -ον)
Ι. αυτός που έχει βάρος δέκα λιτρών
II. το ουδ. ως ουσ. δεκάλιτρο, το (Α δεκάλιτρον)
νεοελλ.
μέτρο βάρους δέκα λιτρών
αρχ.
νόμισμα αξίας δέκα λιτρών, δέκα σβολών.

Russian (Dvoretsky)

δεκάλιτρος: весом в десять литр (λίτραι) (στατήρ Arst.).