νυκτοκλέπτης: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
(27)
(3b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. νυκτοκλέπτρια (Α [[νυκτικλέπτης]], Μ [[νυκτοκλέπτης]])<br /><b>1.</b> αυτός που κλέβει στη [[διάρκεια]] της νύχτας<br /><b>2.</b> (για λύκο) αυτός που αρπάζει τα θύματά του τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> [[κλέπτης]]. Ο αρχ. τ. [[νυκτικλέπτης]] <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- του <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]])].
|mltxt=ο, θηλ. νυκτοκλέπτρια (Α [[νυκτικλέπτης]], Μ [[νυκτοκλέπτης]])<br /><b>1.</b> αυτός που κλέβει στη [[διάρκεια]] της νύχτας<br /><b>2.</b> (για λύκο) αυτός που αρπάζει τα θύματά του τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> [[κλέπτης]]. Ο αρχ. τ. [[νυκτικλέπτης]] <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- του <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]])].
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτοκλέπτης:''' ου ὁ Anth. v. l. = [[νυκτικλέπτης]].
}}
}}

Revision as of 08:07, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοκλέπτης: -ου, ἴδε νυκτικλέπτης.

Greek Monolingual

ο, θηλ. νυκτοκλέπτρια (Α νυκτικλέπτης, Μ νυκτοκλέπτης)
1. αυτός που κλέβει στη διάρκεια της νύχτας
2. (για λύκο) αυτός που αρπάζει τα θύματά του τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + κλέπτης. Ο αρχ. τ. νυκτικλέπτης < νυκτι- του νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)].

Russian (Dvoretsky)

νυκτοκλέπτης: ου ὁ Anth. v. l. = νυκτικλέπτης.