ἐγκυκλέομαι: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(4) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐγκυκλέομαι:''' Παθ., [[περιστρέφω]] τα μάτια· μεταφ., εξαπατούμαι, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἐγκυκλέομαι:''' Παθ., [[περιστρέφω]] τα μάτια· μεταφ., εξαπατούμαι, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγκυκλέομαι:''' досл. (в чем-л.) вращаться, вертеться, ирон. быть одурачиваемым Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 31 December 2018
English (LSJ)
Pass.,
A roll or rotate in the sockets, of the joints, Hp. de Arte 10. II in com. sense, to be cooped up, οὐκ οἶδ' ὅπῃ ἐγκεκύκλησαι Ar.V.699. III Med., surround, Plu.TG5; τοὺς ἀμφὶ πλουσίαν τράπεζαν - κυκλουμένους Id.2.50d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκυκλέομαι: παθ. περιστρέφομαι, στρέφομαι, «γυρίζω» ἐντὸς τῶν κοτυλῶν, περὶ τῶν ἄρθρων τοῦ σώματος, Ἱππ. 6. 37. ΙΙ. ἐπὶ κωμ. ἐννοίας, «φέρομαι γύρῳ», ἐξαπατῶμαι, οὐκ οἶδ’ ὅπη ἐγκεκύκλησαι Ἀριστοφ. Σφ. 699. ― Πρβλ. ἐκκυκλέω. ΙΙΙ. Μέσ., περιβάλλω, περικυκλώνω, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 5.
Greek Monotonic
ἐγκυκλέομαι: Παθ., περιστρέφω τα μάτια· μεταφ., εξαπατούμαι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκυκλέομαι: досл. (в чем-л.) вращаться, вертеться, ирон. быть одурачиваемым Arph.