μεμάποιεν: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(5)
(3)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεμάποιεν:''' [ᾰ], Επικ. γʹ πληθ. ευκτ. παρακ. του [[μάρπτω]].
|lsmtext='''μεμάποιεν:''' [ᾰ], Επικ. γʹ πληθ. ευκτ. παρακ. του [[μάρπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεμάποιεν:''' Hes. 3 л. pl. opt. к [[μάρπτω]].
}}
}}

Revision as of 08:20, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 129] u. μέμαρπον, aor. II. zu μάρπτω.

Greek (Liddell-Scott)

μεμάποιεν: μέμαρπον, μεμαρπώς, ἴδε ἐν λέξ. μάρπτω.

Greek Monotonic

μεμάποιεν: [ᾰ], Επικ. γʹ πληθ. ευκτ. παρακ. του μάρπτω.

Russian (Dvoretsky)

μεμάποιεν: Hes. 3 л. pl. opt. к μάρπτω.