τριχόομαι: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
(6)
 
(4b)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τριχόομαι:''' ([[θρίξ]], [[τριχός]]), Παθ., έχω [[τρίχες]], σε Αριστ.
|lsmtext='''τριχόομαι:''' ([[θρίξ]], [[τριχός]]), Παθ., έχω [[τρίχες]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐχόομαι:''' обрастать волосами: τ. τὸ [[γένειον]] Arst. обрастать бородой.
}}
}}

Revision as of 08:36, 31 December 2018

Greek Monotonic

τριχόομαι: (θρίξ, τριχός), Παθ., έχω τρίχες, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐχόομαι: обрастать волосами: τ. τὸ γένειον Arst. обрастать бородой.