ἐξοριστικός: Difference between revisions
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
(12) |
(2) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξοριστικός]], -ή, -όν (Α) [[εξόριση]]<br />αυτός που επιβάλλει την [[εξορία]] ως [[ποινή]]. | |mltxt=[[ἐξοριστικός]], -ή, -όν (Α) [[εξόριση]]<br />αυτός που επιβάλλει την [[εξορία]] ως [[ποινή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξοριστικός:''' могущий изгнать, изгоняющий ([[δύναμις]] Diog. L. - v. l. к [[ἐξεριστικός]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 887] ή, όν, verbannend, entfernend, δύναμις D. L. 10, 143.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοριστικός: -ή, -όν, ὁ ἐξορίζων, Διογ. Λ. 10. 143· ἀλλ’ ἴδε ἐξεριστικός.
Greek Monolingual
ἐξοριστικός, -ή, -όν (Α) εξόριση
αυτός που επιβάλλει την εξορία ως ποινή.
Russian (Dvoretsky)
ἐξοριστικός: могущий изгнать, изгоняющий (δύναμις Diog. L. - v. l. к ἐξεριστικός).