ἐξοριστικός
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
German (Pape)
[Seite 887] ή, όν, verbannend, entfernend, δύναμις D. L. 10, 143.
Russian (Dvoretsky)
ἐξοριστικός: могущий изгнать, изгоняющий (δύναμις Diog. L. - v. l. к ἐξεριστικός).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοριστικός: -ή, -όν, ὁ ἐξορίζων, Διογ. Λ. 10. 143· ἀλλ’ ἴδε ἐξεριστικός.
Greek Monolingual
ἐξοριστικός, -ή, -όν (Α) εξόριση
αυτός που επιβάλλει την εξορία ως ποινή.