ἔδεκτο: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
(4)
(2)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔδεκτο:''' γʹ ενικ. Επικ. συγκεκ. αορ. βʹ του [[δέχομαι]].
|lsmtext='''ἔδεκτο:''' γʹ ενικ. Επικ. συγκεκ. αορ. βʹ του [[δέχομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔδεκτο:''' и [[δέκτο]] 3 л. sing. ppf. pass. к [[δέχομαι]].
}}
}}

Revision as of 08:52, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἔδεκτο: ἴδε δέχομαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. de ἐδέγμην.

English (Autenrieth)

see δέχομαι.

Greek Monotonic

ἔδεκτο: γʹ ενικ. Επικ. συγκεκ. αορ. βʹ του δέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἔδεκτο: и δέκτο 3 л. sing. ppf. pass. к δέχομαι.