τατός: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
(40)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να εκτείνει, να τεντώσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>τă</i>- του [[τείνω]] (<b>πρβλ.</b> [[τάσις]])].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να εκτείνει, να τεντώσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>τă</i>- του [[τείνω]] (<b>πρβλ.</b> [[τάσις]])].
}}
{{elru
|elrutext='''τατός:''' [adj. verb. к [[τείνω]] растяжимый ([[δέρμα]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 08:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰτός Medium diacritics: τατός Low diacritics: τατός Capitals: ΤΑΤΟΣ
Transliteration A: tatós Transliteration B: tatos Transliteration C: tatos Beta Code: tato/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that can be stretched, Arist.HA519a32.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἐκτείνῃ ἢ τεντώσῃ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 13, 1. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 54.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εκτείνει, να τεντώσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα τă- του τείνω (πρβλ. τάσις)].

Russian (Dvoretsky)

τατός: [adj. verb. к τείνω растяжимый (δέρμα Arst.).