ἄοιστος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(6_16)
 
(1)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄοιστος''': -ον, [[ἀφόρητος]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 881, καθ’ Ἕρμ. ἀντὶ [[ἄϊστος]].
|lstext='''ἄοιστος''': -ον, [[ἀφόρητος]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 881, καθ’ Ἕρμ. ἀντὶ [[ἄϊστος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄοιστος:''' невыносимый, нестерпимый (Aesch. - v. l. к [[ἄϊστος]]).
}}
}}

Revision as of 09:08, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἄοιστος: -ον, ἀφόρητος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 881, καθ’ Ἕρμ. ἀντὶ ἄϊστος.

Russian (Dvoretsky)

ἄοιστος: невыносимый, нестерпимый (Aesch. - v. l. к ἄϊστος).