3,273,858
edits
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπαιτιάομαι:''' μέλ. -άσομαι [ᾱ], Ιων. <i>-ήσομαι</i>· αποθ., [[αποδίδω]] [[κατηγορία]] [[εναντίον]], [[κατηγορώ]], <i>τινα</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἐπ. τινά τινος</i>, [[κατηγορώ]] κάποιον για [[κάτι]], σε Θουκ., Δημ.· με απαρ., [[κατηγορώ]] κάποιον ότι κάνει [[κάτι]], σε Σοφ. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., [[επιρρίπτω]] την [[ευθύνη]] πάνω σε, σε Θουκ., Πλάτ. | |lsmtext='''ἐπαιτιάομαι:''' μέλ. -άσομαι [ᾱ], Ιων. <i>-ήσομαι</i>· αποθ., [[αποδίδω]] [[κατηγορία]] [[εναντίον]], [[κατηγορώ]], <i>τινα</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἐπ. τινά τινος</i>, [[κατηγορώ]] κάποιον για [[κάτι]], σε Θουκ., Δημ.· με απαρ., [[κατηγορώ]] κάποιον ότι κάνει [[κάτι]], σε Σοφ. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., [[επιρρίπτω]] την [[ευθύνη]] πάνω σε, σε Θουκ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπαιτιάομαι:''' (fut. ἐπαιτιάσομαι, aor. [[ἐπῃτιασάμην]])<br /><b class="num">1)</b> обвинять, винить (τινά τινος Thuc., Dem., τινά τινι Aesch., τινα ποιεῖν τι Soph., Thuc., Aeschin. и τινα ὅτι … Her., Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> жаловаться, сетовать: τὴν ξυμφορὰν τῆς φυγῆς ἐπῃτιάσατο Thuc. (Алкивиад) жаловался на горечь (своего) изгнания;<br /><b class="num">3)</b> приводить в оправдание, ссылаться в извинение, выдвигать в качестве предлога или причины (τὸ [[μῆκος]] τῆς πορείας ἐ. Plat.): αἰτίας ἐ. Plat. приводить причины. | |||
}} | }} |