ἐπαιτιάομαι

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαιτιάομαι Medium diacritics: ἐπαιτιάομαι Low diacritics: επαιτιάομαι Capitals: ΕΠΑΙΤΙΑΟΜΑΙ
Transliteration A: epaitiáomai Transliteration B: epaitiaomai Transliteration C: epaitiaomai Beta Code: e)paitia/omai

English (LSJ)

fut. ἐπαιτιάσομαι [ᾱ], Ion. ἐπαιτιήσομαι, bring a charge against, accuse, τινά Hdt.2.121.β, etc.; θεὸν ἐ. Hp.Aër.22; ἐπαιτιάομαι τινά τινος accuse one of a thing, Th.6.28, D.21.114; ἦ κἀμὲ γάρ τι ξυμφοραῖς ἐπαιτιᾷ; for your mishaps, A.Pr.974; also κείνην ἐπαιτιῶμαι τοῦδε βουλεῦσαι τάφου I accuse her of this burial, that she planned it, S.Ant.490: c. inf., ὧν ἐπαιτιᾷ με δρᾶν Id.OT645; ὃν.. με.. τρέφειν μιάστορα ἐπῃτιάσω Id.El.604; Αἴσωπον.. φιάλην ἐπῃτιῶντο κλέψαι Ar.V.1447, etc.; τὴν πρόμαντιν ἐ. αὐτὸν πεῖσαι Th.5.16; so ἐ. τινὰ ὅτι.. Hdt.6.30, Th.2.70: c. acc. rei, lay the blame upon, τὴν ξυμφορὰν τῆς φυγῆς Id.8.81; τὸ μῆκος τῆς πορείας Pl.Ep.329a: also c. acc. cogn., μέζονα ἐπαιτιώμενος bringing heavier accusations, Hdt.1.26; τοῦτο ἐπαιτιῶμαι, c. acc. inf., I complain of this, viz. that... Pl.R. 497b: also c. dupl. acc., ἃ ἐπαιτιῶμαι τὴν γυναῖκα ταύτην the charges which I bring against her, Antiph01.10; τῷ μὲν νῷ οὐδὲν χρώμενον οὐδέ τινας αἰτίας ἐπαιτιώμενον nor ascribing any causes to it, Pl.Phd. 98b.

German (Pape)

[Seite 896] med., Einen wobei, wegen einer Sache beschuldigen, ihm die Schuld wovon beimessen, ἐμέ τι συμφοραῖς ἐπαιτιᾷ Aesch. Prom. 976; τινὰ δρᾶν τι Soph. O. R. 645; El. 594; τινά, ὅτι Her. 6, 30, wie Thuc. 2, 70 u. A.; τὴν ἰδίαν συμφορὰν ἐπῃτιάσατο (vor Bekker ἐπῃτίασε) καὶ ἀνωλοφύρατο Thuc. 8, 81; mit acc. c. inf., 5, 16; Aesch. 1, 158; μείζονα, größere Schuld geben, Her. 1, 26; αἰτίας Plat. Phaed. 98 b. – Häufig τινά τινος, Thuc. 6, 28; Dem. 21, 114; ἃ ἐπαιτιῶμαι τὴν γυναῖκα ταύτην Antiph. 1, 10. – Allgemeiner, vorwenden, τὸ μέγεθος τοῦ πλοῦ καὶ τοῦ πόνου Plat. Epist. VII, 329 a; – ἐπαιτίᾶτος, zu beschuldigen, Ios.

French (Bailly abrégé)

-ιῶμαι;
f. ἐπαιτιάσομαι, ao. ἐπῃτιασάμην;
1 se plaindre de : τινά τινι, plus souv. τινά τινος accuser qqn de qch ; τινα δρᾶν τι SOPH qqn de faire qch;
2 donner un motif : αἰτίας ἐπαιτιᾶσθαι PLAT alléguer des causes ; prétexter : τι qch.
Étymologie: ἐπί, αἰτιάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαιτιάομαι: (fut. ἐπαιτιάσομαι, aor. ἐπῃτιασάμην)
1 обвинять, винить (τινά τινος Thuc., Dem., τινά τινι Aesch., τινα ποιεῖν τι Soph., Thuc., Aeschin. и τινα ὅτι … Her., Thuc.);
2 жаловаться, сетовать: τὴν ξυμφορὰν τῆς φυγῆς ἐπῃτιάσατο Thuc. (Алкивиад) жаловался на горечь (своего) изгнания;
3 приводить в оправдание, ссылаться в извинение, выдвигать в качестве предлога или причины (τὸ μῆκος τῆς πορείας ἐ. Plat.): αἰτίας ἐ. Plat. приводить причины.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαιτιάομαι: μέλλ. -άσομαι ᾱ, Ἰων. -ήσομαι: Ἀποθ.: - αἰτιῶμαί τινι ἐπί τινι, οὐκ ἔχειν δὲ ὅν τινα ἐπαιτιᾶται Ἡρόδ. 2. 121, 2, καὶ Ἀττ.· θεὸν ἐπ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 293· ἐπ. τινά τινος Θουκ. 6. 28, Δημ. 552. 1· κἀμὲ γάρ τι ξυμφοραῖς (διάφ. γρ. συμφορᾶς) ἐπαιτιᾷ; μήπως αἰτιᾶσαι καὶ ἐμὲ ἐν μέρει, διὰ τὰς συμφοράς σου; Αἰσχύλ. Πρ. 974· ὡσαύτως, κείνην ἐπαιτιῶμαι τοῦδε βουλεῦσαι τάφου Σοφ. Ἀντ. 490: - μετ’ ἀπαρ., ὧν ἐπαιτιᾷ με δρᾶν ὁ αὐτὸς ἐν Ο. Τ. 645· ὅν... με... τρέφειν μιάστορα ἐπῃτιάσω ὁ αὐτὸς ἐν Ἠλ. 604· Αἴσωπον... ἐπῃτιῶντο κλέψαι, κατηγόρουν ὅτι ἔκλεψεν, Ἀριστοφ. Σφ. 1447, κτλ.· οὕτω, ἐπαιτ. τινὰ ὅτι... Ἡρόδ. 6. 30, Θουκ. 2. 7., 5. 16: - μετ’ αἰτ. πράγμ., τήν τε ἰδίαν ξυμφορὰν τῆς φυγῆς ἐπῃτιάσατο καὶ ἀνωλοφύρατο, «προσεκλαύθη διὰ τὴν ἐξορίαν του παραπονούμενος» (Δούκας), ὁ αὐτὸς 8. 81· τὸ μῆκος τῆς πορείας Πλάτ. Ἐπιστ. 329Α· ἀλλὰ μετὰ συστοίχ. αἰτ., μείζονα ἐπαιτιώμενος, φέρων βαρυτέρας κατηγορίας, Ἡρόδ. 1. 26· αἰτίας ἐπ. Πλάτ. Φαίδων 98Β· τοῦτο ἐπαιτιῶμαι, μετ’ ἀπαρ., παραπονοῦμαι διὰ τοῦτο ὅτι δηλ..., ὁ αὐτὸς ἐν Πολ. 497Β: - ὡσαύτως μετὰ διπλ. αἰτιατ., ἃ ἐπαιτῶμαι ταύτην, δι’ ἃ κατηγορῶ αὐτήν, Ἀντιφῶν 112. 29.

Greek Monotonic

ἐπαιτιάομαι: μέλ. -άσομαι [ᾱ], Ιων. -ήσομαι· αποθ., αποδίδω κατηγορία εναντίον, κατηγορώ, τινα, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐπ. τινά τινος, κατηγορώ κάποιον για κάτι, σε Θουκ., Δημ.· με απαρ., κατηγορώ κάποιον ότι κάνει κάτι, σε Σοφ. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., επιρρίπτω την ευθύνη πάνω σε, σε Θουκ., Πλάτ.

Middle Liddell

fut. -άσομαι ionic -ήσομαι
Dep.:— to bring a charge against, accuse, τινα Hdt., Attic; ἐπ. τινά τινος to accuse one of a thing, Thuc., Dem.; c. inf. to accuse one of doing a thing, Soph., etc.:—c. acc. rei, to lay the blame upon, Thuc., Plat.

Lexicon Thucydideum

criminari, to accuse, charge, 2.70.4, 5.16.2, 6.28.2, 6.58.2, 8.9.2,
queri, to complain, lament, 8.81.2, [vulgo commonly ἐπῃτίασε]