πέμμα: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πέμμα:''' -ατος, τό ([[πέσσω]]), οποιοδήποτε είδος μαγειρεμένου φαγητού, [[αλλά]] [[συνήθως]] στον πληθ., [[γλύκισμα]], [[κέικ]], [[γλυκό]] [[φαγητό]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πέμμα:''' -ατος, τό ([[πέσσω]]), οποιοδήποτε είδος μαγειρεμένου φαγητού, [[αλλά]] [[συνήθως]] στον πληθ., [[γλύκισμα]], [[κέικ]], [[γλυκό]] [[φαγητό]], σε Ηρόδ.
}}
{{elnl
|elnltext=πέμμα -ατος, τό [πέπτω] meestal plur., koek, gebak.
}}
}}