3,274,313
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πέμμα:''' -ατος, τό ([[πέσσω]]), οποιοδήποτε είδος μαγειρεμένου φαγητού, [[αλλά]] [[συνήθως]] στον πληθ., [[γλύκισμα]], [[κέικ]], [[γλυκό]] [[φαγητό]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''πέμμα:''' -ατος, τό ([[πέσσω]]), οποιοδήποτε είδος μαγειρεμένου φαγητού, [[αλλά]] [[συνήθως]] στον πληθ., [[γλύκισμα]], [[κέικ]], [[γλυκό]] [[φαγητό]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πέμμα -ατος, τό [πέπτω] meestal plur., koek, gebak. | |||
}} | }} |