πέμμα
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
-ατος, τό, (πέσσω) any kind of dressed food: mostly in plural, pastry, cakes, sweetmeats, Stesich.2, Panyas.26, Hdt.1.160, Antiph. 174.2; Ἀττικὰ πέμματα Pl.R. 404d.
German (Pape)
[Seite 553] τό, ursprünglich jede gekochte, am Feuer zubereitete Speise, bes. aber Backwerk, Kuchen und Zuckerwerk, was zum Nachtisch gehört; πέμματα ἐπέσσετο, Her. 1, 160; Plat. Rep. III, 404 d; Luc. Nigr. 33 u. öfter; Plut. u. A.; λιπόωντα, Leon. Al. 19 (IV, 324).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
gâteau, pâtisserie ; τὰ πέμματα les friandises.
Étymologie: πέπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέμμα -ατος, τό [πέπτω] meestal plur., koek, gebak.
Russian (Dvoretsky)
πέμμα: ατος τό πέπτω = πέσσω печенье, пирог Her., Plat., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
πέμμα: τό, (πέσσω, πέπτω) πᾶν εἶδος τροφῆς παρεσκευασμένης μαγειρικῶς· ἀλλ· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., πκακούντια, γλυκίσματα, Στησίχ. 2, Ἡρόδ. 1. 1, 160, Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμοίοις» 1· Ἀττικὰ πέμ. Πλάτ. Πολ. 404D· πρβλ. πόνανον - Καθ’ Ἠσύχ.: «πέμμα· εἶδος πλακοῦντος. καὶ πᾶν πεπτόμενον», καὶ «πέμματα· ποικίλα ἐδέσματα πλακουντικά».
Spanish
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, Α
1. κάθε είδος μαγειρεμένης τροφής
2. συν. στον πληθ. τά πέμματα
γλυκίσματα τών αρχαίων που έμοιαζαν με πίτες, πλακούντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέσσω «μαλακώνω, βράζω, χωνεύω» + κατάλ. -μα (πρβλ. νίμμα)].
Greek Monotonic
πέμμα: -ατος, τό (πέσσω), οποιοδήποτε είδος μαγειρεμένου φαγητού, αλλά συνήθως στον πληθ., γλύκισμα, κέικ, γλυκό φαγητό, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
πέμμα, ατος, τό, πέσσω
any kind of dressed food; but mostly in plural, pastry, cakes, sweetmeats, Hdt.
Léxico de magia
τό plu. pasteles πλάσον ἄρτον, πέμματα, δώδεκα κόρας amasa un pan, pasteles y doce figurillas P III 412