παρελαύνω: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρελαύνω:''' ή -ελάω, μέλ. <i>-ελάσω</i>, Αττ. <i>-ελῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-ήλᾰσα</i>, Επικ. <i>-έλασσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[οδηγώ]] δίπλα ή πέρα, ἐναντίω δυ' ἅρματε [[παρελαύνω]], τα [[οδηγώ]] ενάντια το ένα προς το [[άλλο]], σε Αριστοφ.· [[τὰς]] αἶγας παρελᾶντα (μτχ. Δωρ. ενεστ.), σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ.,<br /><b class="num">1.</b> [[οδηγώ]] [[πλησίον]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[έπειτα]] με αιτ. προσ., [[παρέρχομαι]], [[ξεπερνώ]], στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[κωπηλατώ]] ή [[παραπλέω]], σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. προσ., <i>Σειρῆνας παρήλασσε</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ιππεύω]] [[πλησίον]], [[τρέχω]] δίπλα, με αιτ., σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> σπανιότερα, [[ελαύνω]], [[ορμώ]] προς, στον ίδ.· [[ιππεύω]] στο δρόμο κάποιου, στον ίδ.
|lsmtext='''παρελαύνω:''' ή -ελάω, μέλ. <i>-ελάσω</i>, Αττ. <i>-ελῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-ήλᾰσα</i>, Επικ. <i>-έλασσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[οδηγώ]] δίπλα ή πέρα, ἐναντίω δυ' ἅρματε [[παρελαύνω]], τα [[οδηγώ]] ενάντια το ένα προς το [[άλλο]], σε Αριστοφ.· [[τὰς]] αἶγας παρελᾶντα (μτχ. Δωρ. ενεστ.), σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ.,<br /><b class="num">1.</b> [[οδηγώ]] [[πλησίον]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[έπειτα]] με αιτ. προσ., [[παρέρχομαι]], [[ξεπερνώ]], στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[κωπηλατώ]] ή [[παραπλέω]], σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. προσ., <i>Σειρῆνας παρήλασσε</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ιππεύω]] [[πλησίον]], [[τρέχω]] δίπλα, με αιτ., σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> σπανιότερα, [[ελαύνω]], [[ορμώ]] προς, στον ίδ.· [[ιππεύω]] στο δρόμο κάποιου, στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-ελαύνω en παρελάω, Dor. ptc. praes. acc. sing. παρελᾶντα; ep. aor. παρέλασσα voorbij... rijden; voorbij... varen:; ἐπεὶ δὴ τάς γε παρήλασαν toen zij dezen (de Sirenen) dan voorbij waren gevaren Od. 12.197; milit.: π. τὰς τάξεις de linies langsrijden (ter inspectie) Xen. An. 3.5.4. verder leiden, verder drijven, voorbijdrijven:. τὰς αἶγας παρελᾶντα de geiten voorbijdrijvend Theocr. Id. 5.89; ἐνετείλατο αὐτοις πρὸς ἑαυτὸν παρελαύνειν τινάς hij droeg ze op sommigen (van de ruiters) naar hem toe te sturen\n (langs de linies) Xen. Cyr. 4.2.12.
}}
}}