ἀρρητοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(6)
(1b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρρητοποιός]], -όν (Α) [[αρρητοποιώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που λαμβάνει [[μέρος]] σε μυστήρια, ο [[μύστης]]<br /><b>2.</b> αυτός που κάνει ακατονόμαστες, αισχρές πράξεις.
|mltxt=[[ἀρρητοποιός]], -όν (Α) [[αρρητοποιώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που λαμβάνει [[μέρος]] σε μυστήρια, ο [[μύστης]]<br /><b>2.</b> αυτός που κάνει ακατονόμαστες, αισχρές πράξεις.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρρητοποιός:''' участвующий в священных таинствах, по друг. творящий постыдные дела Luc.
}}
}}

Revision as of 11:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρητοποιός Medium diacritics: ἀρρητοποιός Low diacritics: αρρητοποιός Capitals: ΑΡΡΗΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: arrētopoiós Transliteration B: arrētopoios Transliteration C: arritopoios Beta Code: a)rrhtopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A practising such vice, Anon.in EN172.29.    II pedantically, celebrating mysteries, Luc.Lex.10.

Spanish (DGE)

-όν
1 que practica un vicio obsceno o vergonzoso Πολύμνηστος δὲ καὶ Οἰώνιχος ὅμοιοι ἀρρητοποιοί Sch.Ar.Eq.1287, cf. Anon.in EN 172.29, Hsch.
2 que celebra misterios Luc.Lex.10.

Greek Monolingual

ἀρρητοποιός, -όν (Α) αρρητοποιώ
1. αυτός που λαμβάνει μέρος σε μυστήρια, ο μύστης
2. αυτός που κάνει ακατονόμαστες, αισχρές πράξεις.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρητοποιός: участвующий в священных таинствах, по друг. творящий постыдные дела Luc.