ἀρρητοποιός: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(6) |
(1b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρρητοποιός]], -όν (Α) [[αρρητοποιώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που λαμβάνει [[μέρος]] σε μυστήρια, ο [[μύστης]]<br /><b>2.</b> αυτός που κάνει ακατονόμαστες, αισχρές πράξεις. | |mltxt=[[ἀρρητοποιός]], -όν (Α) [[αρρητοποιώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που λαμβάνει [[μέρος]] σε μυστήρια, ο [[μύστης]]<br /><b>2.</b> αυτός που κάνει ακατονόμαστες, αισχρές πράξεις. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρρητοποιός:''' участвующий в священных таинствах, по друг. творящий постыдные дела Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:44, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A practising such vice, Anon.in EN172.29. II pedantically, celebrating mysteries, Luc.Lex.10.
Spanish (DGE)
-όν
1 que practica un vicio obsceno o vergonzoso Πολύμνηστος δὲ καὶ Οἰώνιχος ὅμοιοι ἀρρητοποιοί Sch.Ar.Eq.1287, cf. Anon.in EN 172.29, Hsch.
2 que celebra misterios Luc.Lex.10.
Greek Monolingual
ἀρρητοποιός, -όν (Α) αρρητοποιώ
1. αυτός που λαμβάνει μέρος σε μυστήρια, ο μύστης
2. αυτός που κάνει ακατονόμαστες, αισχρές πράξεις.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρητοποιός: участвующий в священных таинствах, по друг. творящий постыдные дела Luc.