λαιμότομος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(22)
(3)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαιμότομος]], -ον (Α)<br />αυτός που του έχουν κόψει τον λαιμό, αποκεφαλισμένος, καρατομημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καρά</i>-<i>τομος</i>, <i>υλό</i>-<i>τομος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθητική σημ.].
|mltxt=[[λαιμότομος]], -ον (Α)<br />αυτός που του έχουν κόψει τον λαιμό, αποκεφαλισμένος, καρατομημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καρά</i>-<i>τομος</i>, <i>υλό</i>-<i>τομος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθητική σημ.].
}}
{{elru
|elrutext='''λαιμότομος:''' <b class="num">1)</b> с перерезанным горлом, отрубленный ([[κεφαλή]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> пролившийся из отрубленной головы (σταλαγμοὶ Γοργοῦς Eur.).
}}
}}

Revision as of 11:44, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
égorgé, détaché de la gorge.
Étymologie: λαιμός, τέμνω.

Greek Monolingual

λαιμότομος, -ον (Α)
αυτός που του έχουν κόψει τον λαιμό, αποκεφαλισμένος, καρατομημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καρά-τομος, υλό-τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθητική σημ.].

Russian (Dvoretsky)

λαιμότομος: 1) с перерезанным горлом, отрубленный (κεφαλή Eur.);
2) пролившийся из отрубленной головы (σταλαγμοὶ Γοργοῦς Eur.).