προμαραίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(6_20)
 
(4)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''προμᾰραίνομαι''': παθ., μαραίνομαι πρότερον, Ἀριστ. Προβλ. 23. 11.
|lstext='''προμᾰραίνομαι''': παθ., μαραίνομαι πρότερον, Ἀριστ. Προβλ. 23. 11.
}}
{{elru
|elrutext='''προμᾰραίνομαι:''' (о воздушном или морском течении) замирать, ослабевать, утихать Arst.
}}
}}

Latest revision as of 12:08, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

προμᾰραίνομαι: παθ., μαραίνομαι πρότερον, Ἀριστ. Προβλ. 23. 11.

Russian (Dvoretsky)

προμᾰραίνομαι: (о воздушном или морском течении) замирать, ослабевать, утихать Arst.