οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
προμᾰραίνομαι: παθ., μαραίνομαι πρότερον, Ἀριστ. Προβλ. 23. 11.
προμᾰραίνομαι: (о воздушном или морском течении) замирать, ослабевать, утихать Arst.