πόρευμα: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πόρευμα:''' -ατος, τό, [[μέρος]] στο οποίο [[κάποιος]] περπατάει, <i>βροτῶν πορεύματα</i>, τόποι συνάντησης, λημέρια, στέκια, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πόρευμα:''' -ατος, τό, [[μέρος]] στο οποίο [[κάποιος]] περπατάει, <i>βροτῶν πορεύματα</i>, τόποι συνάντησης, λημέρια, στέκια, σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πόρευμα -ατος, τό [πορεύω] poët. het bereizen, met gen.:; πορεύματα βροτῶν omgang met mensen Aeschl. Eum. 239; vervoermiddel; uitbr.. νάϊον πόρευμα vloot Eur. IA 300.
}}
}}