Anonymous

πόρευμα: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[πορεύω]]<br /><b>1.</b> ο [[τόπος]] όπου πορεύεται [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> το [[μέσο]] μεταφοράς.
|mltxt=τὸ, Α [[πορεύω]]<br /><b>1.</b> ο [[τόπος]] όπου πορεύεται [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> το [[μέσο]] μεταφοράς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πόρευμα:''' -ατος, τό, [[μέρος]] στο οποίο [[κάποιος]] περπατάει, <i>βροτῶν πορεύματα</i>, τόποι συνάντησης, λημέρια, στέκια, σε Αισχύλ.
}}
}}