3,270,824
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύξενος:''' Ιων. -ξεινος, -ον και -η, -ον·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που περιποιείται τους ξένους, ο [[πολύ]] [[φιλόξενος]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός τον οποίο επισκέπτονται πολλοί ξένοι, σε Πίνδ., Ευρ. | |lsmtext='''πολύξενος:''' Ιων. -ξεινος, -ον και -η, -ον·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που περιποιείται τους ξένους, ο [[πολύ]] [[φιλόξενος]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός τον οποίο επισκέπτονται πολλοί ξένοι, σε Πίνδ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολύξενος -ον, Ion. πολύξεινος [πολύς, ξενός] Dor. f. -α met veel gasten:; μηδὲ πολύξεινον... καλέεσθαι krijg niet de naam veel gasten te ontvangen Hes. Op. 715; gastvrij:. πολυξενώτατος Ζεύς de immer gastvrije Zeus (Hades) Aeschl. Suppl. 157. door veel gasten bezocht:. π. βωμός een drukbezocht altaar Pind. O. 1.93. | |||
}} | }} |