πολύξενος
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
Ion. πολύξεινος, ον, poet. also α, ον Pi.Fr.122.1, N.3.2:—of persons,
A entertaining many guests, very hospitable, opp. ἄξεινος, Hes.Op.715; δαίς ib.722; πολυξενώτατον Ζῆνα τῶν κεκμηκότων A.Supp.157 (lyr.), cf. Fr.228, Call.Fr.478.
II visited by many guests, βωμός, νᾶσος, Pi. O.1.93 (Sup.), N.3.2; νεάνιδες Id.Fr.122.1; οἶκος E.Alc.569 (lyr.); cf. πολύξεστος.
German (Pape)
[Seite 667] ion. πολύξεινος, sehr gastfrei, gastlich aufnehmend; Hes. O. 717. 724; τὸν πολυξενώτατον Ζῆνα τῶν κεκμηκότων, Aesch. Suppl. 148; von vielen Fremden besucht, νᾶσος, Pind. N. 3, 2; βωμός, Ol. 1, 93; οἶκος, Eur. Alc. 571; einzeln bei Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui reçoit beaucoup d'hôtes, très hospitalier;
2 fréquenté par beaucoup d'étrangers ou d'hôtes;
Sp. πολυξενώτατος.
Étymologie: πολύς, ξένος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύξενος -ον, Ion. πολύξεινος [πολύς, ξενός] Dor. f. -α met veel gasten:; μηδὲ πολύξεινον... καλέεσθαι krijg niet de naam veel gasten te ontvangen Hes. Op. 715; gastvrij:. πολυξενώτατος Ζεύς de immer gastvrije Zeus (Hades) Aeschl. Suppl. 157. door veel gasten bezocht:. π. βωμός een drukbezocht altaar Pind. O. 1.93.
Russian (Dvoretsky)
πολύξενος: ион. πολύξεινος 2, редко 3
1 весьма гостеприимный Hes., Aesch.;
2 посещаемый многими (νᾶσος Pind.; οἶκος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύξενος: Ἰων. -ξεινος, ον, ποιητ. ὡσαύτως η, ον, Πινδ. Ἀποσπ. 87, Ν. 3. 3, πρβλ. Πόρσ. προλεγ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. ix· ― ἐπὶ προσώπων, ὁ πολλοὺς ξενίζων, λίαν φιλόξενος, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 713. 720 (ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ)· πολυξενώτατον Ζῆνα τῶν κεκμηκότων Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 157. πρβλ. Ἀποσπ. 229. ΙΙ. ὃν πολλοὶ ξένοι ἐπισκέπτονται, βωμός, νᾶσος Πινδ. Ο. 1. 149, Ν. 3. 3· οἶκος Εὐρ. Ἄλκ. 569.
English (Slater)
πολύξενος where many strangers come πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (O. 1.93) τὰν πολυξέναν ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν (N. 3.2) πολύξεναι νεάνιδες (Boeckh: πολύξειναι codd.: the temple prostitutes of Aphrodite) fr. 122. 1.
Greek Monolingual
ο / πολύξενος, -ον, ΝΑ, και πολύξεινος, -ον, θηλ. και πολυξένα, Α
νεοελλ.
(ορυκτ.) παραλλαγή του λευκοχρύσου
αρχ.
1. αυτός που έχει πολλούς ξένους, ο πολύ φιλόξενος («μηδὲ πολύξεινον μηδ' ἄξεινον καλέεσθαι», Ηρόδ.)
2. εκείνος τον οποίον επισκέπτονται πολλοί ξένοι, πολυσύχναστος («τὰν πολυξέναν... ἵκεο Δωρίδα νᾱσον Αἴγιναν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ξένος (πρβλ. φιλόξενος)].
Greek Monotonic
πολύξενος: Ιων. -ξεινος, -ον και -η, -ον·
I. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που περιποιείται τους ξένους, ο πολύ φιλόξενος, σε Ησίοδ.
II. αυτός τον οποίο επισκέπτονται πολλοί ξένοι, σε Πίνδ., Ευρ.
Middle Liddell
πολύ-ξενος, Ionic -ξεινος, ον,
I. of persons, entertaining many guests, very hospitable, Hes.
II. visited by many guests, Pind., Eur.