Anonymous

πολύξενος: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[πολύξενος]], -ον, ΝΑ, και [[πολύξεινος]], -ον, θηλ. και πολυξένα, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> [[παραλλαγή]] του λευκοχρύσου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλούς ξένους, ο πολύ [[φιλόξενος]] («[[μηδὲ]] πολύξεινον μηδ' ἄξεινον καλέεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] τον οποίον επισκέπτονται πολλοί ξένοι, [[πολυσύχναστος]] («τὰν πολυξέναν... ἵκεο Δωρίδα νᾱσον Αἴγιναν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ξένος]] (<b>πρβλ.</b> [[φιλόξενος]])].
|mltxt=ο / [[πολύξενος]], -ον, ΝΑ, και [[πολύξεινος]], -ον, θηλ. και πολυξένα, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> [[παραλλαγή]] του λευκοχρύσου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλούς ξένους, ο πολύ [[φιλόξενος]] («[[μηδὲ]] πολύξεινον μηδ' ἄξεινον καλέεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] τον οποίον επισκέπτονται πολλοί ξένοι, [[πολυσύχναστος]] («τὰν πολυξέναν... ἵκεο Δωρίδα νᾱσον Αἴγιναν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ξένος]] (<b>πρβλ.</b> [[φιλόξενος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύξενος:''' Ιων. -ξεινος, -ον και -η, -ον·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που περιποιείται τους ξένους, ο [[πολύ]] [[φιλόξενος]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός τον οποίο επισκέπτονται πολλοί ξένοι, σε Πίνδ., Ευρ.
}}
}}