παρακρέμαμαι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(31)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κρέμομαι]] [[δίπλα]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> εξαρτώμαι από [[κάτι]] («θεωρῶν δὲ πολλὰ τὰ παρακρεμάμενα μέρη καὶ μακρὰν ἀπεσπασμένα τῆς βασιλείας», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κρέμαμαι]]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κρέμομαι]] [[δίπλα]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> εξαρτώμαι από [[κάτι]] («θεωρῶν δὲ πολλὰ τὰ παρακρεμάμενα μέρη καὶ μακρὰν ἀπεσπασμένα τῆς βασιλείας», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κρέμαμαι]]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρακρέμᾰμαι:''' (только praes., pass. к [[παρακρεμάννυμι]]) быть привешенным, находиться с краю: μέρη παρακρεμάμενα τῆς βασιλείας Polyb. окраинные части государства.
}}
}}

Revision as of 12:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακρέμᾰμαι Medium diacritics: παρακρέμαμαι Low diacritics: παρακρέμαμαι Capitals: ΠΑΡΑΚΡΕΜΑΜΑΙ
Transliteration A: parakrémamai Transliteration B: parakremamai Transliteration C: parakremamai Beta Code: parakre/mamai

English (LSJ)

Pass.,

   A hang beside, Luc.Asin.23 : metaph., to be dependent, τὰ παρακρεμάμενα μέρη the dependencies of an empire, Plb. 5.35.10.

Greek (Liddell-Scott)

παρακρέμαμαι: Παθ., ἐξήρτημαι ἔκ τινος, τά παρακρεμάμενα, μέρη ἀπομεμακρυσμένα καὶ ἐξαρτώμανα ἔκ τινος ἐπικρατείας, Πολύβ. 5. 35, 10.

Greek Monolingual

Α
1. κρέμομαι δίπλα σε κάποιον ή σε κάτι
2. μτφ. εξαρτώμαι από κάτι («θεωρῶν δὲ πολλὰ τὰ παρακρεμάμενα μέρη καὶ μακρὰν ἀπεσπασμένα τῆς βασιλείας», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κρέμαμαι].

Russian (Dvoretsky)

παρακρέμᾰμαι: (только praes., pass. к παρακρεμάννυμι) быть привешенным, находиться с краю: μέρη παρακρεμάμενα τῆς βασιλείας Polyb. окраинные части государства.