μονονού: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(5)
 
(3)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονονού:''' μονον-[[ουχί]], βλ. [[μόνος]] Β. II. 5.
|lsmtext='''μονονού:''' μονον-[[ουχί]], βλ. [[μόνος]] Β. II. 5.
}}
{{elru
|elrutext='''μονονού:''' (κ) и μονον-ουχί Luc. = [[μόνον]] 2.
}}
}}

Revision as of 12:40, 31 December 2018

Greek Monotonic

μονονού: μονον-ουχί, βλ. μόνος Β. II. 5.

Russian (Dvoretsky)

μονονού: (κ) и μονον-ουχί Luc. = μόνον 2.