ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low
μονονού: μονον-ουχί, βλ. μόνος Β. II. 5.
μονονού: (κ) и μονον-ουχί Luc. = μόνον 2.
= μόνον οὐ, s. μόνος a.E.