μονονού

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

Greek Monotonic

μονονού: μονον-ουχί, βλ. μόνος Β. II. 5.

Russian (Dvoretsky)

μονονού: (κ) и μονον-ουχί Luc. = μόνον 2.

German (Pape)

= μόνον οὐ, s. μόνος a.E.