νηρίτης: Difference between revisions
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
(27) |
(3b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νηρίτης]] και [[νηρείτης]], ὁ (Α)<br />[[ονομασία]] διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχλιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ανθρωπωνύμιο [[Νηρεύς]], απ' όπου και η γρφ. [[νηρείτης]]. Ο παρλλ. τ. της λ. [[ἀναρίτης]] γεννά προβλήματα λόγω του αρκτικού <i>α</i>-, ενώ η [[σύνδεση]] της λ. με [[νηρόν]] «[[νερό]]» αποκλείεται, λόγω του ότι ο τ. [[νηρόν]] [[είναι]] μτγν. Τέλος, η [[σύνδεση]] με [[νήριτος]] «[[αναρίθμητος]]» δεν θεωρείται πιθανή]. | |mltxt=[[νηρίτης]] και [[νηρείτης]], ὁ (Α)<br />[[ονομασία]] διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχλιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ανθρωπωνύμιο [[Νηρεύς]], απ' όπου και η γρφ. [[νηρείτης]]. Ο παρλλ. τ. της λ. [[ἀναρίτης]] γεννά προβλήματα λόγω του αρκτικού <i>α</i>-, ενώ η [[σύνδεση]] της λ. με [[νηρόν]] «[[νερό]]» αποκλείεται, λόγω του ότι ο τ. [[νηρόν]] [[είναι]] μτγν. Τέλος, η [[σύνδεση]] με [[νήριτος]] «[[αναρίθμητος]]» δεν θεωρείται πιθανή]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νηρίτης:''' (ῑ) и [[νηρείτης]], ου ὁ нерит (род морского моллюска) Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
νηρίτης: [ῑ], ἴδε νηρείτης.
Greek Monolingual
νηρίτης και νηρείτης, ὁ (Α)
ονομασία διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ανθρωπωνύμιο Νηρεύς, απ' όπου και η γρφ. νηρείτης. Ο παρλλ. τ. της λ. ἀναρίτης γεννά προβλήματα λόγω του αρκτικού α-, ενώ η σύνδεση της λ. με νηρόν «νερό» αποκλείεται, λόγω του ότι ο τ. νηρόν είναι μτγν. Τέλος, η σύνδεση με νήριτος «αναρίθμητος» δεν θεωρείται πιθανή].
Russian (Dvoretsky)
νηρίτης: (ῑ) и νηρείτης, ου ὁ нерит (род морского моллюска) Arst.