πολύστροφος: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύστροφος:''' -ον ([[στρέφω]]), εξαιρετικά συνεστραμμένος, [[πολύ]] κουλουριασμένος, αυτός που έχει πολλές σπείρες, σε Ανθ.
|lsmtext='''πολύστροφος:''' -ον ([[στρέφω]]), εξαιρετικά συνεστραμμένος, [[πολύ]] κουλουριασμένος, αυτός που έχει πολλές σπείρες, σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύστροφος -ον [πολύς, στρέφω] wisselvallig Plat. Resp. 331a =. Pind. fr. 214.3.
}}
}}