Anonymous

πολύστροφος: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύστροφος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> πολύ συνεστραμμένος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ευμετάβλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ποίημα]]) αυτός ο [[οποίος]] αποτελείται από πολλές στροφές<br /><b>2.</b> (για μηχανές) αυτός που εκτελεί πολλές στροφές<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) αυτός που το [[μυαλό]] του παίρνει πολλές στροφές, [[έξυπνος]], [[ευφυής]]<br />β) (με αρνητ. σημ.) [[πολύτροπος]], [[πανούργος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για χορευτή) αυτός που κάνει πολλές στροφές<br /><b>2.</b> (για χειριστή πηδαλίου) ο [[ικανός]] να αλλάζει πολλές φορές την [[κατεύθυνση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για τον ήλιο) αυτός που πραγματοποιεί πολλούς ελιγμούς<br /><b>2.</b> ο πολύ καλά κλωσμένος, [[πολύπλεκτος]] («λίνων πολυστρόφων», Φίλιππ. θεσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>στροφός</i> <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεό</i>-<i>στροφος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύστροφος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> πολύ συνεστραμμένος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ευμετάβλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ποίημα]]) αυτός ο [[οποίος]] αποτελείται από πολλές στροφές<br /><b>2.</b> (για μηχανές) αυτός που εκτελεί πολλές στροφές<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) αυτός που το [[μυαλό]] του παίρνει πολλές στροφές, [[έξυπνος]], [[ευφυής]]<br />β) (με αρνητ. σημ.) [[πολύτροπος]], [[πανούργος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για χορευτή) αυτός που κάνει πολλές στροφές<br /><b>2.</b> (για χειριστή πηδαλίου) ο [[ικανός]] να αλλάζει πολλές φορές την [[κατεύθυνση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για τον ήλιο) αυτός που πραγματοποιεί πολλούς ελιγμούς<br /><b>2.</b> ο πολύ καλά κλωσμένος, [[πολύπλεκτος]] («λίνων πολυστρόφων», Φίλιππ. θεσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>στροφός</i> <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεό</i>-<i>στροφος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύστροφος:''' -ον ([[στρέφω]]), εξαιρετικά συνεστραμμένος, [[πολύ]] κουλουριασμένος, αυτός που έχει πολλές σπείρες, σε Ανθ.
}}
}}