πολύστροφος

From LSJ

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύστροφος Medium diacritics: πολύστροφος Low diacritics: πολύστροφος Capitals: ΠΟΛΥΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: polýstrophos Transliteration B: polystrophos Transliteration C: polystrofos Beta Code: polu/strofos

English (LSJ)

πολύστροφον,
A much-twisted, λίνα ib.6.107 (Phil.); ἀκτίς Mesom.Sol.12.
2 versatile, γνώμα Pi.Fr.214; π. τὴν γνώμην Poll.6.131.
3 making many turns, of a dancer, Nonn. D. 30.108; ἡνιοχεύς (of a steersman) ib.40.464.

German (Pape)

[Seite 674] viel od. oft gedreht, geflochten, λίνα, Philip. 8 (VI, 107); sich vielfach drehend, windend, πολύστροφον ἀκτῖνα ἀμπλέκων, von der Sonne, Dionys. 2; auch übertr., γνώμα, beweglich, gewandt, Pind. frg. 233.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 tout à fait enroulé ; bien tressé;
2 qui tourne en tous sens ; fig. versatile, changeant, inconstant.
Étymologie: πολύς, στρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύστροφος -ον [πολύς, στρέφω] wisselvallig Plat. Resp. 331a =. Pind. fr. 214.3.

Russian (Dvoretsky)

πολύστροφος:
1 крепко скрученный, плетеный (λίνα Anth.);
2 гибкий, изменчивый (γνώμη Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύστροφος: -ον, ὁ πολὺ συνεστραμμένος, λίνα Ἀνθ. Π. 6. 107. 2) = πολύτροπος, γνώμα Πινδ. Ἀποσπ. 233· π. τὴν γνώμην Πολυδ. Ϛ΄, 131.

English (Slater)

πολύστροφος, -ον making many turns met., inconstant Ἐλπίς, ἃ μάλιστα θνατῶν πολύστροφον γνώμαν κυβερνᾷ fr. 214. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύστροφος, -ον, ΝΜΑ
1. πολύ συνεστραμμένος
2. μτφ. ευμετάβλητος
νεοελλ.
1. (για ποίημα) αυτός ο οποίος αποτελείται από πολλές στροφές
2. (για μηχανές) αυτός που εκτελεί πολλές στροφές
3. μτφ. (για πρόσ.) α) αυτός που το μυαλό του παίρνει πολλές στροφές, έξυπνος, ευφυής
β) (με αρνητ. σημ.) πολύτροπος, πανούργος
μσν.-αρχ.
1. (για χορευτή) αυτός που κάνει πολλές στροφές
2. (για χειριστή πηδαλίου) ο ικανός να αλλάζει πολλές φορές την κατεύθυνση
αρχ.
1. (κυρίως για τον ήλιο) αυτός που πραγματοποιεί πολλούς ελιγμούς
2. ο πολύ καλά κλωσμένος, πολύπλεκτος («λίνων πολυστρόφων», Φίλιππ. θεσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στροφος (< στροφός < στρέφω), πρβλ. νεόστροφος].

Greek Monotonic

πολύστροφος: -ον (στρέφω), εξαιρετικά συνεστραμμένος, πολύ κουλουριασμένος, αυτός που έχει πολλές σπείρες, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολύ-στροφος, ον, στρέφω
much-twisted, Anth.