διαστρόφως: Difference between revisions

From LSJ
(9)
 
(1b)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαστρόφως]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />εσφαλμένα, όχι σωστά.
|mltxt=[[διαστρόφως]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />εσφαλμένα, όχι σωστά.
}}
{{elru
|elrutext='''διαστρόφως:''' искаженно, неправильно (λέγειν Sext.).
}}
}}

Revision as of 13:05, 31 December 2018

Greek Monolingual

διαστρόφως επίρρ. (Α)
εσφαλμένα, όχι σωστά.

Russian (Dvoretsky)

διαστρόφως: искаженно, неправильно (λέγειν Sext.).