πρωτόβολος: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(6)
(4)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρωτόβολος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που χτυπιέται [[πρώτος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''πρωτόβολος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που χτυπιέται [[πρώτος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρωτόβολος:''' прежде всех освещаемый или согреваемый (ἁλίῳ Eur.).
}}
}}

Revision as of 14:04, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui pousse le premier ou la première fois;
2 qui pousse ses premières dents en parl. d’un cheval.
Étymologie: πρῶτος, βάλλω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τον χτυπούν ή που τον χτύπησαν πρώτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ορθό-βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].

Greek Monotonic

πρωτόβολος: -ον (βάλλω), αυτός που χτυπιέται πρώτος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πρωτόβολος: прежде всех освещаемый или согреваемый (ἁλίῳ Eur.).