πρωτόβολος
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
English (LSJ)
ον, Pass., first struck, τέρμονα π. ἁλίῳ E. Tr. 1068 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui pousse le premier ou la première fois;
2 qui pousse ses premières dents en parl. d'un cheval.
Étymologie: πρῶτος, βάλλω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που τον χτυπούν ή που τον χτύπησαν πρώτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ορθό-βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
Greek Monotonic
πρωτόβολος: -ον (βάλλω), αυτός που χτυπιέται πρώτος, σε Ευρ.
German (Pape)
zuerst getroffen, τέρμονα πρωτόβολον ἁλίῳ, Eur. Troad. 1068.
Russian (Dvoretsky)
πρωτόβολος: прежде всех освещаемый или согреваемый (ἁλίῳ Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρωτόβολος -ον [πρῶτος, βάλλω] het eerst getroffen:. π. ἁλίῳ door de stralen van de zon Eur. Tr. 1068.