3,277,121
edits
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλγίων:''' [ῑ], -ον, [[ἄλγιστος]], -η, -ον, ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του [[ἀλγεινός]], σχημ. από το ουσ. [[ἄλγος]] (όπως [[καλλίων]], <i>-ιστος</i> από το [[κάλλος]], [[αἰσχίων]], <i>-ιστος</i> από το [[αἶσχος]])· οδυνηρότερος ή οδυνηρότατος, [[θλιβερός]] ή [[βασανιστικός]], [[δυσάρεστος]]· στον συγκρ. ο Όμηρ. παραδίδει μόνο το ουδ. <i>ἄλγιον</i>, τόσο το χειρότερο, τόσο το δυσκολότερο· ἥτ'<i>ἀλγίστη δαμάσασθαι</i> (λέγεται για [[μουλάρι]]), σε Ομήρ. Ιλ. (Στον Όμηρ. <i>ἄλγῐον</i>, [[αλλά]] <i>ῑ</i> πάντα σε Αττ.). | |lsmtext='''ἀλγίων:''' [ῑ], -ον, [[ἄλγιστος]], -η, -ον, ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του [[ἀλγεινός]], σχημ. από το ουσ. [[ἄλγος]] (όπως [[καλλίων]], <i>-ιστος</i> από το [[κάλλος]], [[αἰσχίων]], <i>-ιστος</i> από το [[αἶσχος]])· οδυνηρότερος ή οδυνηρότατος, [[θλιβερός]] ή [[βασανιστικός]], [[δυσάρεστος]]· στον συγκρ. ο Όμηρ. παραδίδει μόνο το ουδ. <i>ἄλγιον</i>, τόσο το χειρότερο, τόσο το δυσκολότερο· ἥτ'<i>ἀλγίστη δαμάσασθαι</i> (λέγεται για [[μουλάρι]]), σε Ομήρ. Ιλ. (Στον Όμηρ. <i>ἄλγῐον</i>, [[αλλά]] <i>ῑ</i> πάντα σε Αττ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλγίων:''' 2, gen. ονος compar. к [[ἀλγεινός]]. | |||
}} | }} |