ἀλγίων
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
ἀλγίον, ἄλγιστος, η, ον, irreg. Comp. and Sup. of ἀλγεινός, formed fr. Subst. ἄλγος (cf. καλλίων, αἰσχίων): —more or most painful, grievous, or distressing: —of Comp., Hom. has only neut. ἄλγιον, in signf. so much the worse, τῷ δ' ἄλγιον, αἴ κ' ἐθέλῃσιν.. ἄμμι μάχεσθαι Il.18.278, cf. 306, Od.4.292: Sup. only in Il.23.655 ἥτ' ἀλγίστη δαμάσασθαι (of a mule).—Both are common in Trag., as ἀλγίων A.Pr.934, S.Ant.64; ἄλγιστος Id.OT 675, etc. [-ῐον Hom., -ῑον Trag.]
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [métr. Hom. -ῐον, Trag. -ῑον]
• Morfología: [sup. ἄλγιστος, -η, -ον; ἀλγίστατος Sud.]
1 ἀλγίων abs. muy difícil, muy duro, peor ἄλγιον ... τῷ ἔσσεται Il.18.306, cf. 278, Od.17.14, ἄλγιον ἀλλ' ἔμπης μιν ἐάσομεν Od.16.147, cf. 4.292
•c. rég. más duro que, más penoso que o más doloroso que c. gen. ἆθλον ... τοῦδ' ἔτ' ἀλγίω A.Pr.934, c. partíc. τί γάρ ἐστιν ἄλγιον ἢ ζῆν Isoc.10.34
•neutr. como adv. ἄλγιον ζῆν Isoc.8.128.
2 ἄλγιστος abs. durísimo, difícilísimo, penosísimo ὄτλος S.Tr.8, τοῦτο δ' ἔστ' ἄλγιστον ἡμῖν Ar.V.1117, συμφορά E.Med.234, θάνατος Lys.6.1, δαίς Opp.H.2.624
•c. rég. el más duro, el más difícil o el más penoso c. gen. θεαμάτων ... ἄ. S.Ai.993
•c. inf. ἡμίονον ... ἥ τ' ἀλγίστη δαμάσασθαι Il.23.655, φύσεις αὑταῖς ... ἄλγισται φέρειν S.OT 675
•τὰ ἄ. las mayores penalidades ἀνδράσι μὲν ἂν τὰ ἄλγιστα προσέθεσαν Th.7.68
•neutr. como adv. ἄλγιστ' ἂν ... ἐξανασχοίμην κλύων S.OC 1174, cf. E.Ba.326.
German (Pape)
[Seite 90] ον, compar., u. ἄλγιστος, η, ον, superl. zu ἀλγεινός; Ham. superl. einmal, Iliad. 23, 655 ἥ τ' ἀλγίστη δαμάσασθαι, am schwersten zu bändigen; compar. sechsmal, überall in der Form ἄλγιον neutr. nom., homerisch = posit., Iliad. 18, 278 τῷ δ' ἄλγιον, αἴ κ' ἐθέλῃσιν περὶ τείχεος ἄμμι μάχεσθαι, es wird ihm schwer werden, 306 ἄλγιον, αἴ κ' ἐθέλῃσι, τῷ ἔσσεται; Od. 17, 14 ἄλγιον αὐτῷ ἔσσεται, das wird schlimm für ihn sein; 19, 822 τῷ δ' ἄλγισν ὅς κεν ἐκείνων τοῦτον ἀνιάζῃ, dem wird es schlecht ergehen; 4, 292. 16, 147 ἄλγιον Satz = das ist schlimm; – Tragg. u. sp. D.; Isocr. 10, 34 τίγάρ ἐστιν ἄλγιον;
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
Cp.;
plus douloureux.
Étymologie: ἄλγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
ἀλγίων: 2, gen. ονος compar. к ἀλγεινός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλγίων: -ον· ἄλγιστος, η, ον, ἀνώμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ ἀλγεινός, ἐσχηματισμένα ἐκ τοῦ οὐσιαστ. ἄλγος (ὡς καλλίων, -ιστος ἐκ τοῦ κάλλος, αἰσχίων, -ιστος ἐκ τοῦ αἶσχος), = Ἀλγεινότερος, ἀλγεινότατος. Τοῦ συγκριτ. ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸ οὐδέτερον ἄλγιον μετὰ τῆς σημασ.: τόσῳ τὸ χειρότερον, τόσῳ τὸ δυσκολώτερον, τῷ δ’ ἄλγιον, αἴκ’ ἐθέλῃσιν ... ἄμμι μάχεσθαι, Ἰλ. Σ. 278· πρβλ. 306, Ὀδ. Δ. 292: Τὸ δὲ ὑπερθετικὸν μεταχειρίζεται μόνον ἐν Ἰλ. Ψ. 655· ἥ τ’ ἀλγίστη δαμάσασθαι (περὶ ἡμιόνου): - ἀλλ’ ἀμφότερα εἶναι κοινὰ παρ’ Ἀττ., ὡς ἀλγίων, Αἰσχύλ. Πρ. 934, Σοφ. Ἀντ. 64, ἄλγιστος· ὁ αὐτ. Ο. Τ.675, κτλ.· πρβλ. ἀλγεινὸς ἐν τέλ. [παρ’ Ὁμ. ἄλγιον, ἀλλὰ ῑ πάντοτε παρ’ Ἀττ.].
Greek Monolingual
ἀλγίων (-ονος), -ον (Α)
συγκριτικός του αλγεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος
ανώμαλος σχηματισμός συγκριτικού βαθμού του επιθ. ἀλγεινὸς κατά τα καλλίων (< κάλλος), αἰσχίων (< αἶσχος)
πρβλ. και ἄλγιστος].
Greek Monotonic
ἀλγίων: [ῑ], -ον, ἄλγιστος, -η, -ον, ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του ἀλγεινός, σχημ. από το ουσ. ἄλγος (όπως καλλίων, -ιστος από το κάλλος, αἰσχίων, -ιστος από το αἶσχος)· οδυνηρότερος ή οδυνηρότατος, θλιβερός ή βασανιστικός, δυσάρεστος· στον συγκρ. ο Όμηρ. παραδίδει μόνο το ουδ. ἄλγιον, τόσο το χειρότερο, τόσο το δυσκολότερο· ἥτ'ἀλγίστη δαμάσασθαι (λέγεται για μουλάρι), σε Ομήρ. Ιλ. (Στον Όμηρ. ἄλγῐον, αλλά ῑ πάντα σε Αττ.).
Middle Liddell
[irreg. comp. and Sup. of ἀλγεινός, formed from ἄλγος (as καλλίων, -ιστος from κάλλος, αἰσχίων, -ιστος from αἶσχος)] [In Hom. ἄλγιον, ι short, but ῑ always in Attic.]
more or most painful, grievous or distressing:— of the comp., Hom. has only neut. ἄλγιον, so much the worse, all the harder; ἀλγίστη δαμάσασθαι (of a mule), Il.