Anonymous

ἀλγίων: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλγίων]] (-ονος), -ον (Α)<br />[[συγκριτικός]] του [[αλγεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]<br />[[ανώμαλος]] [[σχηματισμός]] συγκριτικού βαθμού του επιθ. <i>ἀλγεινὸς</i> [[κατά]] τα [[καλλίων]] (<span style="color: red;"><</span> [[κάλλος]]), [[αἰσχίων]] (<span style="color: red;"><</span> [[αἶσχος]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> και <i>ἄλγιστος</i>].
|mltxt=[[ἀλγίων]] (-ονος), -ον (Α)<br />[[συγκριτικός]] του [[αλγεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]<br />[[ανώμαλος]] [[σχηματισμός]] συγκριτικού βαθμού του επιθ. <i>ἀλγεινὸς</i> [[κατά]] τα [[καλλίων]] (<span style="color: red;"><</span> [[κάλλος]]), [[αἰσχίων]] (<span style="color: red;"><</span> [[αἶσχος]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> και <i>ἄλγιστος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλγίων:''' [ῑ], -ον, [[ἄλγιστος]], -η, -ον, ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του [[ἀλγεινός]], σχημ. από το ουσ. [[ἄλγος]] (όπως [[καλλίων]], <i>-ιστος</i> από το [[κάλλος]], [[αἰσχίων]], <i>-ιστος</i> από το [[αἶσχος]])· οδυνηρότερος ή οδυνηρότατος, [[θλιβερός]] ή [[βασανιστικός]], [[δυσάρεστος]]· στον συγκρ. ο Όμηρ. παραδίδει μόνο το ουδ. <i>ἄλγιον</i>, τόσο το χειρότερο, τόσο το δυσκολότερο· ἥτ'<i>ἀλγίστη δαμάσασθαι</i> (λέγεται για [[μουλάρι]]), σε Ομήρ. Ιλ. (Στον Όμηρ. <i>ἄλγῐον</i>, [[αλλά]] <i>ῑ</i> πάντα σε Αττ.).
}}
}}