3,274,921
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δαφνηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά, κρατά κλαδιά δάφνης· <i>δ. κλῶνες</i>, κλαδιά δάφνης τα οποία προορίζονταν για τη [[λατρεία]] του Απόλλωνα, σε Ευρ. | |lsmtext='''δαφνηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά, κρατά κλαδιά δάφνης· <i>δ. κλῶνες</i>, κλαδιά δάφνης τα οποία προορίζονταν για τη [[λατρεία]] του Απόλλωνα, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δαφνηφόρος:''' лавроносный, увенчанный лавром ([[Ἀπόλλων]] Anacr., Plut.): δαφνηφόροι κλῶνες Eur. лавровые ветви; δαφνηφόροι τιμαί Aesch. благоговейное венчание лаврами. | |||
}} | }} |