Anonymous

δαφνηφόρος: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον<br /><b>βλ.</b> [[δαφνοφόρος]].
|mltxt=-ον<br /><b>βλ.</b> [[δαφνοφόρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δαφνηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά, κρατά κλαδιά δάφνης· <i>δ. κλῶνες</i>, κλαδιά δάφνης τα οποία προορίζονταν για τη [[λατρεία]] του Απόλλωνα, σε Ευρ.
}}
}}