Anonymous

δαφνηφόρος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δαφνηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά, κρατά κλαδιά δάφνης· <i>δ. κλῶνες</i>, κλαδιά δάφνης τα οποία προορίζονταν για τη [[λατρεία]] του Απόλλωνα, σε Ευρ.
|lsmtext='''δαφνηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά, κρατά κλαδιά δάφνης· <i>δ. κλῶνες</i>, κλαδιά δάφνης τα οποία προορίζονταν για τη [[λατρεία]] του Απόλλωνα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δαφνηφόρος:''' лавроносный, увенчанный лавром ([[Ἀπόλλων]] Anacr., Plut.): δαφνηφόροι κλῶνες Eur. лавровые ветви; δαφνηφόροι τιμαί Aesch. благоговейное венчание лаврами.
}}
}}