ἀκλυδώνιστος: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκλυδώνιστος]], -ον) [[κλυδωνίζομαι]]<br />αυτός που δεν κλυδωνίζεται, δεν ταράσσεται από τα κύματα<br /><b>αρχ.</b><br />προφυλαγμένος από την [[τρικυμία]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκλυδώνιστος]], -ον) [[κλυδωνίζομαι]]<br />αυτός που δεν κλυδωνίζεται, δεν ταράσσεται από τα κύματα<br /><b>αρχ.</b><br />προφυλαγμένος από την [[τρικυμία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκλῠδώνιστος:''' не колеблемый: ἀ. τῶν πνευμάτων Polyb. защищенный от ветров. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not lashed by waves; generally, sheltered from, λιμὴν ἀ. τῶν πνευμάτων Plb.10.10.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκλῠδώνιστος: -ον, ὁ μὴ ὑπὸ τῶν κυμάτων κλυδωνιζόμενος: κυρίως, προφυλαττόμενος ἀπὸ τῆς τρικυμίας, λιμὴν ἀκλ. τῶν πνευμάτων, Πολύβ. 10. 10, 4.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no batido por el temporal c. gen. λιμὴν ἀ. τῶν πνευμάτων Plb.10.10.4.
2 fig. pacífico, sin pasiones ζωή Gr.Nyss.Pss.58.26.
II adv. -ως sin ser zarandeado por las olas Isid.Pel.Ep.M.78.245B.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκλυδώνιστος, -ον) κλυδωνίζομαι
αυτός που δεν κλυδωνίζεται, δεν ταράσσεται από τα κύματα
αρχ.
προφυλαγμένος από την τρικυμία.
Russian (Dvoretsky)
ἀκλῠδώνιστος: не колеблемый: ἀ. τῶν πνευμάτων Polyb. защищенный от ветров.