ἀκέραιος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκέραιος:''' -ον, το ποιητ. [[ἀκήρατος]],<br /><b class="num">I.</b> [[αμιγής]], [[καθαρόαιμος]], αυτός που δεν έχει υποστεί επιμειξία, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ολόκληρος]], [[αβλαβής]], [[σώος]], λέγεται για πόλεις ή χώρες, σε Ηρόδ., Θουκ.· [[ἀκέραιος]] [[δύναμις]], [[στρατιά]] που έχει πλήρεις τις δυνάμεις της, ακμαία, στον ίδ.· ἀκέραιον [[λέχος]], απαραβίαστο, σε Ευρ.· λέγεται για πρόσωπα, [[αμόλυντος]], [[άδολος]], [[άσπιλος]], στον ίδ.· με γεν., [[ἀκέραιος]] κακῶν ἠθῶν, [[αμόλυντος]] από κακές έξεις ή επιβλαβείς συνήθειες, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀκέραιος:''' -ον, το ποιητ. [[ἀκήρατος]],<br /><b class="num">I.</b> [[αμιγής]], [[καθαρόαιμος]], αυτός που δεν έχει υποστεί επιμειξία, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ολόκληρος]], [[αβλαβής]], [[σώος]], λέγεται για πόλεις ή χώρες, σε Ηρόδ., Θουκ.· [[ἀκέραιος]] [[δύναμις]], [[στρατιά]] που έχει πλήρεις τις δυνάμεις της, ακμαία, στον ίδ.· ἀκέραιον [[λέχος]], απαραβίαστο, σε Ευρ.· λέγεται για πρόσωπα, [[αμόλυντος]], [[άδολος]], [[άσπιλος]], στον ίδ.· με γεν., [[ἀκέραιος]] κακῶν ἠθῶν, [[αμόλυντος]] από κακές έξεις ή επιβλαβείς συνήθειες, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκέραιος:''' <b class="num">1)</b> беспримесный, чистый ([[ὕδωρ]] Arst.; [[χρυσός]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> чистокровный: ἀ. ἐκ μητρὸς ἀρσένων τ᾽ [[ἄπο]] Eur. сохранивший чистоту рода как по материнской, так и по мужской линии;<br /><b class="num">3)</b> нетронутый, неповрежденный, невредимый, не пострадавший ([[πόλις]] Her., Isocr.; γῆ Thuc.; σκηναί Xen.; [[χώρα]] Dem.): ἐξ ἀκεραίου Polyb. сызнова, со свежими силами; ἐν ἀκεραίῳ [[ἐᾶν]] Polyb. оставить в прежнем положении;<br /><b class="num">4)</b> свежий, не изнуренный ([[δύναμις]] Thuc.; λόχοι Xen.: [[φάλαγξ]] Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> не оскверненный, непорочный ([[λέχος]] Eur.): ἀ. κακῶν ήθῶν Plat. не испорченный дурными нравами.
}}
}}