3,274,216
edits
(2) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αία και -αια και -αιη, -αιο και ακαίριος, -ια, -ιο (Α [[ἀκέραιος]], -ον και -αία, -ον)<br /><b>1.</b> [[απείραχτος]], [[άθικτος]], [[ανέπαφος]]<br />«και τον [[σκύλο]] χορτάτο και την [[πίτα]] ακέρια», «ἀκέραιον ἀπολαμβάνειν τὴν πόλιν» (<b>Ηρόδ.</b> Γ, 146)<br /><b>2.</b> [[ολόκληρος]], [[πλήρης]], ατόφιος<br />«[[περιουσία]] ἀκεραία», «[[ἀκέραιος]] γῆ» (<b>Πλάτ.</b> <i>Κριτ</i>. 3b)<br /><b>3.</b> [[άδολος]], [[έντιμος]]<br />«[[ακέραιος]] [[χαρακτήρας]]», «[[ἀκέραιος]] [[κριτής]]» (Διον. Αλ. 7, 4)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> ακέραιοι αριθμοί <b>Μαθημ.</b><br />οι φυσικοί αριθμοί 1, 2, 3..., οι αρνητικοί τους -1, -2, -3... και ο [[μηδέν]].<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν περιέχει ξένες ουσίες, ο [[αμιγής]]<br />«[[ἀκέραιος]] [[οἶνος]]» (<b>Διοσκ.</b> 5, 6)<br /><b>2.</b> [[καθαρός]] στο [[γένος]], στην [[καταγωγή]] «σπαρτῶν γένους [[ἀκέραιος]]» (<b>Ευρ.</b> <i>Φοίν</i>. 943)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει κακίες και [[πάθη]], ο [[άσπιλος]], ο [[αγνός]]<br />«ἀκέραιον ὡς σώσαιμι Μενέλεῳ [[λέχος]]» (<b>Ευρ.</b> <i>Ελ</i>. 48), «ἄπειρον καὶ ἀκέραιον δεῑ κακῶν ἠθῶν γεγονέναι» (<b>Πλάτ.</b> <i>Πολιτ</i>. 409a)<br /><b>4.</b> «ἐξ ἀκεραίου» — εκ νέου, από την [[αρχή]] (Πολύβ. 24, 4, 10) ή σε καλή [[κατάσταση]] (Πολύβ. 6, 24, 9), «ἐν ἀκεραίω ἐᾱν» — [[αφήνω]] [[κάτι]] απείραχτο, [[κατά]] [[μέρος]] (Πολύβ. 2, 2, 10).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>-<i>κέρα</i>-<i>ιος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[ρίζα]] <i>κερα</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κερα</i>-<i>ΐζω</i> «[[καταστρέφω]], [[ερημώνω]]») <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιος</i>. Η [[σύνδεση]] με τη [[ρίζα]] <i>κερα</i>- ερμηνεύει σημασιολογικά την [[προέλευση]] της λ. ([[ακέραιος]] θα σήμαινε αρχικά «τον αβλαβή, απείραχτο, άθικτο», από όπου [[μετά]] η σημ. «[[ολόκληρος]], [[πλήρης]]») και τή συνδέει με τη συνώνυμη και ομόρριζη λ. [[ἀκήρατος]]. Συγκεκριμένως, η διτυπία [[ἀκέραιος]]-[[ἀκήρατος]] αντιστοιχεί [[πρός]] τη διτυπία τών [[γεραιός]]-[[ἀγήρατος]] (από [[ρίζα]] <i>γερα</i>), όπου η [[μακρότητα]] (η) στο [[ἀκήρατος]] ([[αντί]] <i>ἀ</i>-<i>κέρατος</i>) πιθ. να οφείλεται στον βραχυντικό νόμο του Saussure για την [[αποφυγή]] των αλλεπάλληλων βραχέων ή σε ετυμολογική [[επίδραση]] της λ. <i>κήρ</i> (<b>βλ.</b> [[ἀκήρατος]]). Η σημ. «[[καθαρός]], [[αμιγής]]» αποτελεί σημασιολογική [[εξέλιξη]], στην οποία μπορούσε να οδηγήσει η [[ίδια]] η αρχική σημ. της λ. («[[άθικτος]], [[ανέπαφος]]») με πιθανή αναλογική (παρετυμολογική) [[επίδραση]] του [[κεράννυμι]] «[[αναμειγνύω]]» ([[ἄκρατος]] / [[ἄκρητος]]). Ο νεοελλ. τ. [[ακέριος]] προήλθε από το [[ἀκέραιος]] με [[συνίζηση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[παλαιός]] > [[παλιός]]). Ομοίως από τη [[σύνθεση]] του [[ακέριος]] με το όλος ( <i>ολοακέριος</i> > <i>ολάκεριος</i>) προήλθε το [[ολάκερος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[καθάριος]]-[[ολοκάθαρος]], <i>όρθιος</i>-[[ολόρθος]] <b>κ.τ.ό.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-νεοελλ.</b> <i>ακεραιότης</i>, [[ακεραιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκεραιοσύνη]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἀκεραιοῦμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ολάκερος]]]. | |mltxt=-αία και -αια και -αιη, -αιο και ακαίριος, -ια, -ιο (Α [[ἀκέραιος]], -ον και -αία, -ον)<br /><b>1.</b> [[απείραχτος]], [[άθικτος]], [[ανέπαφος]]<br />«και τον [[σκύλο]] χορτάτο και την [[πίτα]] ακέρια», «ἀκέραιον ἀπολαμβάνειν τὴν πόλιν» (<b>Ηρόδ.</b> Γ, 146)<br /><b>2.</b> [[ολόκληρος]], [[πλήρης]], ατόφιος<br />«[[περιουσία]] ἀκεραία», «[[ἀκέραιος]] γῆ» (<b>Πλάτ.</b> <i>Κριτ</i>. 3b)<br /><b>3.</b> [[άδολος]], [[έντιμος]]<br />«[[ακέραιος]] [[χαρακτήρας]]», «[[ἀκέραιος]] [[κριτής]]» (Διον. Αλ. 7, 4)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> ακέραιοι αριθμοί <b>Μαθημ.</b><br />οι φυσικοί αριθμοί 1, 2, 3..., οι αρνητικοί τους -1, -2, -3... και ο [[μηδέν]].<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν περιέχει ξένες ουσίες, ο [[αμιγής]]<br />«[[ἀκέραιος]] [[οἶνος]]» (<b>Διοσκ.</b> 5, 6)<br /><b>2.</b> [[καθαρός]] στο [[γένος]], στην [[καταγωγή]] «σπαρτῶν γένους [[ἀκέραιος]]» (<b>Ευρ.</b> <i>Φοίν</i>. 943)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει κακίες και [[πάθη]], ο [[άσπιλος]], ο [[αγνός]]<br />«ἀκέραιον ὡς σώσαιμι Μενέλεῳ [[λέχος]]» (<b>Ευρ.</b> <i>Ελ</i>. 48), «ἄπειρον καὶ ἀκέραιον δεῑ κακῶν ἠθῶν γεγονέναι» (<b>Πλάτ.</b> <i>Πολιτ</i>. 409a)<br /><b>4.</b> «ἐξ ἀκεραίου» — εκ νέου, από την [[αρχή]] (Πολύβ. 24, 4, 10) ή σε καλή [[κατάσταση]] (Πολύβ. 6, 24, 9), «ἐν ἀκεραίω ἐᾱν» — [[αφήνω]] [[κάτι]] απείραχτο, [[κατά]] [[μέρος]] (Πολύβ. 2, 2, 10).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>-<i>κέρα</i>-<i>ιος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[ρίζα]] <i>κερα</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κερα</i>-<i>ΐζω</i> «[[καταστρέφω]], [[ερημώνω]]») <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιος</i>. Η [[σύνδεση]] με τη [[ρίζα]] <i>κερα</i>- ερμηνεύει σημασιολογικά την [[προέλευση]] της λ. ([[ακέραιος]] θα σήμαινε αρχικά «τον αβλαβή, απείραχτο, άθικτο», από όπου [[μετά]] η σημ. «[[ολόκληρος]], [[πλήρης]]») και τή συνδέει με τη συνώνυμη και ομόρριζη λ. [[ἀκήρατος]]. Συγκεκριμένως, η διτυπία [[ἀκέραιος]]-[[ἀκήρατος]] αντιστοιχεί [[πρός]] τη διτυπία τών [[γεραιός]]-[[ἀγήρατος]] (από [[ρίζα]] <i>γερα</i>), όπου η [[μακρότητα]] (η) στο [[ἀκήρατος]] ([[αντί]] <i>ἀ</i>-<i>κέρατος</i>) πιθ. να οφείλεται στον βραχυντικό νόμο του Saussure για την [[αποφυγή]] των αλλεπάλληλων βραχέων ή σε ετυμολογική [[επίδραση]] της λ. <i>κήρ</i> (<b>βλ.</b> [[ἀκήρατος]]). Η σημ. «[[καθαρός]], [[αμιγής]]» αποτελεί σημασιολογική [[εξέλιξη]], στην οποία μπορούσε να οδηγήσει η [[ίδια]] η αρχική σημ. της λ. («[[άθικτος]], [[ανέπαφος]]») με πιθανή αναλογική (παρετυμολογική) [[επίδραση]] του [[κεράννυμι]] «[[αναμειγνύω]]» ([[ἄκρατος]] / [[ἄκρητος]]). Ο νεοελλ. τ. [[ακέριος]] προήλθε από το [[ἀκέραιος]] με [[συνίζηση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[παλαιός]] > [[παλιός]]). Ομοίως από τη [[σύνθεση]] του [[ακέριος]] με το όλος ( <i>ολοακέριος</i> > <i>ολάκεριος</i>) προήλθε το [[ολάκερος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[καθάριος]]-[[ολοκάθαρος]], <i>όρθιος</i>-[[ολόρθος]] <b>κ.τ.ό.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-νεοελλ.</b> <i>ακεραιότης</i>, [[ακεραιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκεραιοσύνη]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἀκεραιοῦμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ολάκερος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκέραιος:''' -ον, το ποιητ. [[ἀκήρατος]],<br /><b class="num">I.</b> [[αμιγής]], [[καθαρόαιμος]], αυτός που δεν έχει υποστεί επιμειξία, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ολόκληρος]], [[αβλαβής]], [[σώος]], λέγεται για πόλεις ή χώρες, σε Ηρόδ., Θουκ.· [[ἀκέραιος]] [[δύναμις]], [[στρατιά]] που έχει πλήρεις τις δυνάμεις της, ακμαία, στον ίδ.· ἀκέραιον [[λέχος]], απαραβίαστο, σε Ευρ.· λέγεται για πρόσωπα, [[αμόλυντος]], [[άδολος]], [[άσπιλος]], στον ίδ.· με γεν., [[ἀκέραιος]] κακῶν ἠθῶν, [[αμόλυντος]] από κακές έξεις ή επιβλαβείς συνήθειες, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |