Ἀμαζονικός: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(2)
(1)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἀμαζονῐκός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι όμοιος με τις [[Αμαζόνες]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''Ἀμαζονῐκός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι όμοιος με τις [[Αμαζόνες]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''Ἀμαζονικός:''' принадлежащий амазонке (πέλται Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:56, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’Amazone.
Étymologie: Ἀμαζών.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
amazónico, de Amazona, relativo a las Amazonas Plu.Pomp.35, Paus.1.41.7
τὰ Ἀμαζονικά tít. de un poema épico de Onaso, Sch.A.R.1.1234, Sch.Theoc.13.48.

Greek Monotonic

Ἀμαζονῐκός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι όμοιος με τις Αμαζόνες, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

Ἀμαζονικός: принадлежащий амазонке (πέλται Plut.).