ἁπαλίας: Difference between revisions

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
(5)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁπαλίας]], ο (Α)<br />νεογέννητο [[κατσικάκι]] ή [[γουρουνάκι]].
|mltxt=[[ἁπαλίας]], ο (Α)<br />νεογέννητο [[κατσικάκι]] ή [[γουρουνάκι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἁπαλίας:''' ου ὁ молочный поросенок Diog. L.
}}
}}

Revision as of 16:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπᾰλίας Medium diacritics: ἁπαλίας Low diacritics: απαλίας Capitals: ΑΠΑΛΙΑΣ
Transliteration A: hapalías Transliteration B: hapalias Transliteration C: apalias Beta Code: a(pali/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A a sucking pig, D.L.8.20 (prob.); cf. ἁπάλιον· θῦμα δελφάκιον, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπαλίας: -ου, ὁ, ἔριφος γαλαθηνός. Περὶ Πυθαγόρου ἀναφέρεται ὅτι ἐν ταῖς θυσίαις ἐχρῆτο «ἀλέκτορσι μόνον καὶ ἐρίφοις γαλαθηνοῖς τοῖς λεγομένοις ἁπαλίαις» Διογ. Λ. 8. 20.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ lechón D.L.8.20.

Greek Monolingual

ἁπαλίας, ο (Α)
νεογέννητο κατσικάκι ή γουρουνάκι.

Russian (Dvoretsky)

ἁπαλίας: ου ὁ молочный поросенок Diog. L.