βακχιακός: Difference between revisions
From LSJ
ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth
(7) |
(1b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βακχιακός]] και [[βακχικός]], -ή, -όν (Α)<br />ο [[βάκχειος]]. | |mltxt=[[βακχιακός]] και [[βακχικός]], -ή, -όν (Α)<br />ο [[βάκχειος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βακχιᾰκός:''' Anth. = [[βακχικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 427] = βακχικός, Orph. H. 78.
Spanish (DGE)
(βακχιᾰκός) -ή, -όν
1 báquico βακχιακὰς ἀνὰ νύκτας ἐπευάζουσα ἄνακτα Orph.H.79.9, ἡνίκ' ἐγαστροφόρουν Βακχιακὰς χάριτας AP 9.232 (Phil.Thes.), de la vid Βακχιακὸν πάρα πρέμνον ἴδ' ὡς βριθῦν ὑπὲρ κεφαλὰς ἀντέτακεν χάλυβα AP 16.127.
2 n. de tipos de metros peonios: ¯¯˘¯¯˘¯¯˘¯¯˘ Diom.1.513.29, ˘˘¯˘¯˘¯¯˘˘¯˘¯ Mar.Vict.95.26, ¯˘˘¯˘¯˘¯¯˘˘¯˘¯¯Mar.Vict.127.26.
Greek Monolingual
βακχιακός και βακχικός, -ή, -όν (Α)
ο βάκχειος.
Russian (Dvoretsky)
βακχιᾰκός: Anth. = βακχικός.