βραχυλόγος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(3) |
(1b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βρᾰχῠλόγος:''' -ον ([[λέγω]]), [[σύντομος]] στο λόγο, αυτός που μιλά με λίγες λέξεις, σε Πλάτ. | |lsmtext='''βρᾰχῠλόγος:''' -ον ([[λέγω]]), [[σύντομος]] στο λόγο, αυτός που μιλά με λίγες λέξεις, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βρᾰχυλόγος:''' кратко выражающийся, сжатый в речах, немногословный Plat., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:56, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 462] kurz sprechend, sich kurz ausdrückend, Λακεδαίμων Plat. Legg. I, 641 e. – Comparat. Plat. Gorg. 449 c u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχῠλόγος: -ον, ὀλιγολόγος, ὀλίγα λέγων, τὴν συντομίαν ἐπιδιώκων, Πλάτ. Γοργ. 449C, κτλ.· ἐπὶ τῶν Σπαρτιατῶν, ὁ αὐτ. Νόμ. 641E, κτλ.
Greek Monotonic
βρᾰχῠλόγος: -ον (λέγω), σύντομος στο λόγο, αυτός που μιλά με λίγες λέξεις, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχυλόγος: кратко выражающийся, сжатый в речах, немногословный Plat., Plut.