διαιτάω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐαιτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>διῄτησα</i>, παρακ. [[δεδιῄτηκα]] — Μέσ. και Παθ., Ιων. παρατ. <i>διαιτώμην</i>, μέλ. <i>διαιτήσομαι</i>, και στους Παθ. τύπους, αόρ. αʹ <i>διῃτήθην</i>, Ιων. <i>διαιτήθην</i>, παρακ. <i>δεδιῄτημαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρέφω]] με συγκεκριμένο τρόπο, [[επιβάλλω]] [[δίαιτα]]· <i>δ. τοὺς νοσοῦντας</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ. και Παθ., [[ακολουθώ]] [[μία]] συγκεκριμένη [[διαδρομή]] στη [[ζωή]], ζω, [[διαμένω]], σε Ηρόδ., Σοφ.· δ. [[νόμιμα]], ζω σύμφωνα με την [[τήρηση]] των νόμων, των κανόνων, σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> είμαι [[κριτής]] ή [[διαιτητής]] ([[διαιτητής]]), σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[ορίζω]], [[προσδιορίζω]], [[καθορίζω]], [[αποφασίζω]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''δῐαιτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>διῄτησα</i>, παρακ. [[δεδιῄτηκα]] — Μέσ. και Παθ., Ιων. παρατ. <i>διαιτώμην</i>, μέλ. <i>διαιτήσομαι</i>, και στους Παθ. τύπους, αόρ. αʹ <i>διῃτήθην</i>, Ιων. <i>διαιτήθην</i>, παρακ. <i>δεδιῄτημαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρέφω]] με συγκεκριμένο τρόπο, [[επιβάλλω]] [[δίαιτα]]· <i>δ. τοὺς νοσοῦντας</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ. και Παθ., [[ακολουθώ]] [[μία]] συγκεκριμένη [[διαδρομή]] στη [[ζωή]], ζω, [[διαμένω]], σε Ηρόδ., Σοφ.· δ. [[νόμιμα]], ζω σύμφωνα με την [[τήρηση]] των νόμων, των κανόνων, σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> είμαι [[κριτής]] ή [[διαιτητής]] ([[διαιτητής]]), σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[ορίζω]], [[προσδιορίζω]], [[καθορίζω]], [[αποφασίζω]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαιτάω:''' <b class="num">I</b> (aor. 1 διῄτησα - дор. διαίτᾱσα; med.-pass.: impf. διῃτώμην - ион. διαιτώμην, fut. διαιτήσομαι, aor. διητήθην - ион. διαιτήθην, pf. δεδιῄτημαι)<br /><b class="num">1)</b> лечить диэтой (θεραπεύειν καὶ δ. τοὺς νοσοῦντας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> med.-pass. (тж. δ. δίαιταν Plat., Plut.) вести (определенный) образ жизни, жить ([[ἀνειμένως]] Thuc.; [[ἀκολάστως]] Arst.; [[τεταγμένως]] καὶ [[δημοτικῶς]] Plut.): ὡς ἂν διαιτώμενοι ὑγιαίνοιεν; Plat. придерживаясь какого образа жизни, они могли бы выздороветь?;<br /><b class="num">3)</b> med.-pass. проживать, обитать (ἐπ᾽ ἀγροῦ Her. и ἐν τοῖς ἀγροῖς Thuc.; [[παρά]] τινι Soph., Her.): ἐγὼ [[ἄνω]] διῃτώμην Lys. я жил в верхнем этаже.<br /><b class="num">II</b> (тж. δ. δίαιταν Arst.)<br /><b class="num">1)</b> быть третейским судьей, посредничать в споре (τινι и τινα [[καί]] τινα Dem.): δ. τισί τι Thuc. рассудить кого-л. в споре о чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> править, управлять (πόλιν λαόν τε Pind.).
}}
}}